- πολυπληθύνω
- Απολλαπλασιάζω, πληθαίνω πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + πληθύνω (πρβλ. επι -πληθύνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυπληθυνῶ — πολυπληθύνω multiply fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπληθώ — έω, Α [πολυπληθής] 1. πολυπληθύνω, αυξάνω 2. φρ. «πολυπληθεῖ ποσίν» έχει πολλά πόδια (ΠΔ) … Dictionary of Greek